πολύσωρος

From LSJ
Revision as of 19:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσωρος Medium diacritics: πολύσωρος Low diacritics: πολύσωρος Capitals: ΠΟΛΥΣΩΡΟΣ
Transliteration A: polýsōros Transliteration B: polysōros Transliteration C: polysoros Beta Code: polu/swros

English (LSJ)

ον,

   A rich in heaps of corn, of Demeter, AP6.258 (Adaeus).

German (Pape)

[Seite 674] mit vielen od. großen Getreidehaufen, Beiname der Demeter, Add. 1 (VI, 258).

Greek (Liddell-Scott)

πολύσωρος: -ον, ὁ ἔχων ἀφθόνους σωροὺς σίτου, ἐπὶ τῆς Δήμητρος, Ἀνθ. Π. 6. 258.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fournit d’abondants monceaux (de blé).
Étymologie: πολύς, σωρός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία της Δήμητρος) αυτός που έχει πολλούς ή μεγάλους σωρούς σιτηρών.

Greek Monotonic

πολύσωρος: -ον, πλούσιος σε σωρούς σιταριού, σε Ανθ.