Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
και παλ. τ. πουλλάδα, η, Ν
1. νεαρή κότα
2. στον πληθ. οι πουλάδες
ζωολ. κοινή ονομασία ευρύτατα διαδεδομένων υδρόβιων γερανόμορφων πτηνών της οικογένειας ραλλίδες, αλλ. νερόκοτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πουλί + κατάλ. -άδα (πρβλ. αγελάδα)].