προεκκλύζω

Revision as of 14:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A rinse out first, Gal.11.132, Androm. ap.eund.12.631, Apollon.ib.647.

Greek (Liddell-Scott)

προεκκλύζω: ἐκπλύνω τι πρότερον, Γαλην. τ. 10, σ. 387.

Greek Monolingual

Α
ξεπλένω κάτι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκλύζω «ξεπλένω, καθαρίζω με πλύσιμο»].