πρόσγαλο
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
το, Ν
ποσότητα γάλακτος που χύνεται στο τυρόγαλο για την παρασκευή μυζήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -γαλο (< γάλα), πρβλ. αφρόγαλο].