πρόσγαλο

From LSJ
Revision as of 11:35, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

το, Ν
ποσότητα γάλακτος που χύνεται στο τυρόγαλο για την παρασκευή μυζήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -γαλο (< γάλα), πρβλ. αφρόγαλο].