πρόσγαλο
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
το, Ν
ποσότητα γάλακτος που χύνεται στο τυρόγαλο για την παρασκευή μυζήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -γαλο (< γάλα), πρβλ. αφρόγαλο].