πρόσγαλο

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ποσότητα γάλακτος που χύνεται στο τυρόγαλο για την παρασκευή μυζήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -γαλο (< γάλα), πρβλ. αφρόγαλο].