πρόσωπος
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Full diacritics: πρόσωπος | Medium diacritics: πρόσωπος | Low diacritics: πρόσωπος | Capitals: ΠΡΟΣΩΠΟΣ |
Transliteration A: prósōpos | Transliteration B: prosōpos | Transliteration C: prosopos | Beta Code: pro/swpos |
πρόσωπος: ὁ, = πρόσωπον, τό, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 39· ἀλλ’ ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.
ὁ, Α
πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πρόσωπον με αλλαγή γένους].