αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
[Seite 795] = προοφείλω, w. m. s.
προὐφείλω: ἴδε ἐν λ. προοφείλω.
contr. att. de προοφείλω.
Α
βλ. προοφείλω.
προὐφείλω: συνηρ. αντί προ-οφείλω.