πρωγγυεύω
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
v. προεγγυεύω.
German (Pape)
[Seite 802] dor. = προεγγυεύω, Bürge sein.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) βλ. προεγγυεύω.