πρωτοτοκώ
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ πρωτότοκος / πρωτοτόκος
μσν.
είμαι πρωτότοκος
αρχ.
γεννώ το πρώτο μου παιδί.