ριζοβούνι
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
και ριζόβουνο, το, και ριζοβουνιά, η, Ν
τα ριζά, οι πρόποδες ενός βουνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + βουνό (πρβλ. κορφοβούνι)].