σαγμάριον
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
σαγμάριον: τό, ἵππος φορτηγός, Λέων Τακτ. 4. 36, κτλ.· - ὡσαύτως σαγματάριος Ἵππος ὁ αὐτ. 6. 29.
τὸ, ΜΑ
(κατά το λεξ. Σούδα) «σαγμάρια
ἀποσκευαί, ἡ τῶν ἐπιτηδείων κομιδή»
μσν.
ίππος που φορτώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδάριον)].