ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
-ῆρος, ὁ, Ασαλπιγκτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαλπίζω (< σαλπιγγ-jω) + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερμαντήρ)].