σαρκοφόρος

From LSJ
Revision as of 13:26, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source

German (Pape)

[Seite 863] Fleisch tragend, mit Fleisch bekleidet, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοφόρος: -ον, περιβεβλημένος σάρκα, Κλήμ. Ἀλ. 665, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 222.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που είναι περιβεβλημένος με σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. σημαιοφόρος.