σιτοβόλιον
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
German (Pape)
[Seite 885] τό, Pol. 3, 100, 4, auch σιτοβόλειον u. σιτόβολον, τό, = Folgdm; Geopon.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
grange à serrer le grain.
Étymologie: σῖτος, βάλλω.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. σιτοβολεῑον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτοβόλιον -ου, τό [σῖτος, βάλλω] graanopslagplaats.