σιτηβόρος
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
ον, (βορά)
A eating corn, Nic.Al.115.
German (Pape)
[Seite 885] Getreide fressend, Nic. Al. 115.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτηβόρος: -ον, (βορὰ) ὁ ἐσθίων σῖτον, σιτοφάγος, Νικ. Ἀλεξιφ. 115.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. σιτοβόρος.