σιτοβόρος

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοβόρος Medium diacritics: σιτοβόρος Low diacritics: σιτοβόρος Capitals: ΣΙΤΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: sitobóros Transliteration B: sitoboros Transliteration C: sitovoros Beta Code: sitobo/ros

English (LSJ)

σιτοβόρον, = σιτοφάγος, read by EM 216.9 in Nic.Th.802.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοβόρος: -ον, = σιτοφάγος, ἀναγινώσκεται παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. εἰς Νικ. Θηρ. 802.

Greek Monolingual

και σιτηβόρος, -ον, Α
αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει το σιτάρι («κανθαρίδος σιτηβόρου», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο-βόρος. Ο τ. με -η- πιθ. για μετρικούς λόγους].