Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
ὁ, Α
αξιωματούχος που ήταν αρμόδιος για τον εφοδιασμό περιοχής με σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. νομοθέτης.