σιτοθέτης

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
αξιωματούχος που ήταν αρμόδιος για τον εφοδιασμό περιοχής με σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. νομοθέτης.