Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Full diacritics: σκελισμός | Medium diacritics: σκελισμός | Low diacritics: σκελισμός | Capitals: ΣΚΕΛΙΣΜΟΣ |
Transliteration A: skelismós | Transliteration B: skelismos | Transliteration C: skelismos | Beta Code: skelismo/s |
ὁ,
A snare, Aq.Je. 14.14.
ὁ, ΜΑ σκελίζω
1. υποσκελισμός, πεδίκλωμα
2. ενέδρα, δόλος
3. επιβουλή.