σκηπτοβάμων

From LSJ
Revision as of 03:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek (Liddell-Scott)

σκηπτοβάμων: [ᾱ], -ον, γεν. -ονος, ὁ ἐπὶ τοῦ σκήπτρου καθήμενος, ὁ σκ. ἀετός, κύων Διὸς Σοφ. Ἀποσπ. 766, πρβλ. Πινδ. Π. 1. 10.

Greek Monolingual

-όβαμον, Α
βλ. σκηπτροβάμων.

Russian (Dvoretsky)

σκηπτοβάμων: 2, gen. ονος (ᾱ) сидящий на скиптре (Зевса) (ὁ αἰετός Soph.).