σκιρρίτης
From LSJ
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
τεχνίτης που κάνει επιχρίσεις με γύψο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρ(ρ)α «σκληρή γη, γύψινη» + επίθημα -ίτης (πρβλ. ποταμ-ίτης)].
German (Pape)
ὁ, Gypsarbeiter.