σκιακός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A shady, Hdn.Epim.126. II σ. ὡρολόγιον sundial, IGRom.4.293.35 (Pergam., ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 898] schattig, Hdn. epimer. 126.
Greek (Liddell-Scott)
σκιᾰκός: -ή, -όν, σκιερός, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 126, πιθαν. πλημμ. γραφ. ἀντὶ σκιαρός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σκιά
1. σκιερός
2. φρ. «σκιακὸν ὡρολόγιον» — ηλιακό ρολόγι.