σκοτοφεγγής

From LSJ
Revision as of 13:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτοφεγγής Medium diacritics: σκοτοφεγγής Low diacritics: σκοτοφεγγής Capitals: ΣΚΟΤΟΦΕΓΓΗΣ
Transliteration A: skotophengḗs Transliteration B: skotophengēs Transliteration C: skotofeggis Beta Code: skotofeggh/s

English (LSJ)

ές, perh

   A darkly glimmering, κλίμακες Zos.Alch. p.108 B.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που φέγγει αμυδρά, που αντιφεγγίζει αμυδρά στο σκοτάδι («κλίμακες σκοτοφεγγεῑς», Ζώσιμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ἡλιο-φεγγής].