σουβλεροκέφαλος
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek Monolingual
και σουβλοκέφαλος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει σουβλερό, μυτερό κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουβλερός / σούβλα + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. χοντροκέφαλος.