Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
-ον, Α
(για τη θεία δύναμη) αυτός που δωρίζει σοφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. ἀγλαόδωρος, φιλόδωρος].