σπαραγματώδης
From LSJ
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
English (LSJ)
ες,
A convulsive, Plu.2.130d.
German (Pape)
[Seite 916] ες, krampfhaft, -artig, κραυγή, Plut. de sanit. tuenda p. 392.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰραγμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) σπασμώδης, ὁμοιάζων μὲ σπαραγμόν, κραυγὴ Πλούτ. 2. 130D.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
déchirant, convulsif.
Étymologie: σπάραγμα, -ωδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σπάραγμα, -άγματος]
ο όμοιος με σπάραγμα ή αυτός που προκαλεί σπαραγμό.
Russian (Dvoretsky)
σπᾰραγμᾰτώδης: прерывистый, судорожный (κραυγή Plut.).