σπηλυγγώδης
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
ες, A = σπηλαιώδης, EM724.3:—also σπηλυγγοειδής, ές, Sch.Od.5.405.
German (Pape)
[Seite 921] ες, = Vorigem, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
σπηλυγγώδης: -ες, = τῷ προηγ., Ἐτυμολ. Μέγ. 724. 3. - Ὡσαύτως σπηλυγγοειδής, ές, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 405.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σπῆλυγξ, -υγγος]
σπηλυγγοειδής.