σταφίδιος

From LSJ
Revision as of 10:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

German (Pape)

[Seite 930] = σταφιδίτης, bes. οἶνος, Hippocr. u. A.

Greek Monolingual

-ον, Α σταφίς, -ίδος]
φρ. «σταφίδιος οἶνος» — ο σταφιδίτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταφίδιος -ον [σταφίς] van gedroogde druiven.