σταφίδιος

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

German (Pape)

[Seite 930] = σταφιδίτης, bes. οἶνος, Hippocr. u. A.

Greek Monolingual

-ον, Α σταφίς, -ίδος]
φρ. «σταφίδιος οἶνος» — ο σταφιδίτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταφίδιος -ον [σταφίς] van gedroogde druiven.