Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ης (ἡ) :ion. c. στεῖρα¹.
ἡ, Αβλ. στείρα.
στείρη: ἡ эп.-ион. = στεῖρα I.