στείρη
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
ης (ἡ) :
ion. c. στεῖρα¹.
ἡ, Α
βλ. στείρα.
στείρη: ἡ эп.-ион. = στεῖρα I.
στείρη Ion. voor στεῖρα.