στερεομέτρης
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who measures solids, Gal.Thras.47.
German (Pape)
[Seite 936] ὁ, der feste Körper Messende, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στερεομέτρης: -ου, ὁ, ὁ μετρῶν στερεά, Γαλην.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που μετρά στερεά σώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -μέτρης (< μέτρον), πρβλ. γεω-μέτρης].