στέλγιστρον
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
v. στλέγγιστρον.
German (Pape)
[Seite 933] τό, = στλέγγιστρον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. στλέγγιστρον.