πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers
ο, ΝΜ, θηλ. στοματού Ναυτός που έχει μεγάλο στόμαμσν.φλύαρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα, -ατος + κατάλ. -άς (πρβλ. γλωσσάς)].