σύγκοπος

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκοπος Medium diacritics: σύγκοπος Low diacritics: σύγκοπος Capitals: ΣΥΓΚΟΠΟΣ
Transliteration A: sýnkopos Transliteration B: synkopos Transliteration C: sygkopos Beta Code: su/gkopos

English (LSJ)

ον, (

   A συγκοπή 111) falling down in a swoon, D.S. 3.57.

German (Pape)

[Seite 969] von Menschen, die plötzlich entkräftet niederstürzen und wie zerschlagen sind, D. Sic. 3, 57.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκοπος: -ον, (συγκοπὴ ΙΙΙ) ὁ πίπτων κάτω ἐκ συγκοπῆς ἢ λυποθυμίας, λιπόθυμος, Διόδ. 3. 57.

Greek Monolingual

-ον, Α συγκόπτω
αυτός που πέφτει κάτω εξαιτίας συγκοπής.

Greek Monolingual

-ον, Α συγκόπτω
αυτός που πέφτει κάτω εξαιτίας συγκοπής.