συγύρισμα
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
Greek Monolingual
το, Ν συγυρίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγυρίζω
2. μτφ. επίπληξη, κατσάδιασμα, τιμωρία.
Greek Monolingual
το, Ν συγυρίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγυρίζω
2. μτφ. επίπληξη, κατσάδιασμα, τιμωρία.