συμμεταίτιος

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταίτιος Medium diacritics: συμμεταίτιος Low diacritics: συμμεταίτιος Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΙΤΙΟΣ
Transliteration A: symmetaítios Transliteration B: symmetaitios Transliteration C: symmetaitios Beta Code: summetai/tios

English (LSJ)

ον,

   A contributing jointly, πρός τι Pl.Ti.46e.

German (Pape)

[Seite 981] wie μεταίτιος, mitschuldig, Mitursache; τὰ τῶν ὀμμάτων ξυμμεταίτια πρὸς τὸ σχεῖν τὴν δύναμιν, Plat. Tim. 46 e.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταίτιος: -ον, ὁ ἀπὸ κοινοῦ συντελῶν, συνεισφέρων, πρός τι Πλάτ. Τίμ. 46Ε· πρβλ. μεταίτιος, συναίτιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
συνένοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταίτιος «συναίτιος, συνένοχος»].

Greek Monolingual

-ον, Α
συνένοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταίτιος «συναίτιος, συνένοχος»].