συμπροΐημι

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek (Liddell-Scott)

συμπροΐημι: συμπροπέμπω, προπέμπω, Ἀριστ. Μηχαν. 4. 3, Θεόδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 2, σ. 439.

Greek Monolingual

ΜΑ
καταβάλλω από κοινού με άλλον χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προΐημι «αφήνω, παραδίδω»].

Greek Monolingual

ΜΑ
καταβάλλω από κοινού με άλλον χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προΐημι «αφήνω, παραδίδω»].