τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
-άω, Α
συντρίβω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπό + θλῶ «σπάω»].
-άω, Α
συντρίβω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπό + θλῶ «σπάω»].