συναποθλώ

From LSJ
Revision as of 12:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
συντρίβω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπό + θλῶ «σπάω»].

Greek Monolingual

-άω, Α
συντρίβω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπό + θλῶ «σπάω»].