συνεκπλώω
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
German (Pape)
[Seite 1013] ion. = συνεκπλέω, συνεκπλῶσαι Her. 1, 5.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συνεκπλέω.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συνεκπλέω.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συνεκπλέω.