συνεπικουρώ
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ
επικουρώ κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο
αρχ.
αστρολ. (για πλανήτες) είμαι επίσης δορυφόρος μαζί με άλλον («ἡλίῳ συμφωνεῑν καὶ συνεπικουρεῑν φασὶ Κρόνον τε καὶ Δία», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικουρῶ «βοηθώ»].
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ
επικουρώ κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο
αρχ.
αστρολ. (για πλανήτες) είμαι επίσης δορυφόρος μαζί με άλλον («ἡλίῳ συμφωνεῑν καὶ συνεπικουρεῑν φασὶ Κρόνον τε καὶ Δία», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικουρῶ «βοηθώ»].