συνεπικουρώ

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
επικουρώ κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο
αρχ.
αστρολ. (για πλανήτες) είμαι επίσης δορυφόρος μαζί με άλλον («ἡλίῳ συμφωνεῑν καὶ συνεπικουρεῑν φασὶ Κρόνον τε καὶ Δία», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικουρῶ «βοηθώ»].

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
επικουρώ κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο
αρχ.
αστρολ. (για πλανήτες) είμαι επίσης δορυφόρος μαζί με άλλον («ἡλίῳ συμφωνεῑν καὶ συνεπικουρεῑν φασὶ Κρόνον τε καὶ Δία», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικουρῶ «βοηθώ»].