στύγνωσον
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
χώρισον, Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «χώρισον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιος τ., πιθ. εσφαλμένος].
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «χώρισον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιος τ., πιθ. εσφαλμένος].