συγύρισμα
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
Greek Monolingual
το, Ν συγυρίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγυρίζω
2. μτφ. επίπληξη, κατσάδιασμα, τιμωρία.