συγχωννύω
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
v. συγχώννυμι.
Greek Monolingual
ΜΑ
βλ. συγχώννυμι.
Greek Monolingual
ΜΑ
βλ. συγχώννυμι.