συμβολιμαῖος

From LSJ
Revision as of 19:45, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβολῐμαῖος Medium diacritics: συμβολιμαῖος Low diacritics: συμβολιμαίος Capitals: ΣΥΜΒΟΛΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: symbolimaîos Transliteration B: symbolimaios Transliteration C: symvolimaios Beta Code: sumbolimai=os

English (LSJ)

α, ον,= συμβόλαιος (q.v.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 979] Vergleiche od. Contracte angehend, dazu gehörend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

συμβολῐμαῖος: -α, -ον, = συμβόλαιος, Ἡσύχ. ἔνθα: ξυμβολ-. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 485.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «συμβόλαιος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. επιστολ-ιμαῖος)].

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «συμβόλαιος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. επιστολ-ιμαῖος)].