συμβολιμαῖος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
α, ον,= συμβόλαιος (q.v.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 979] Vergleiche od. Contracte angehend, dazu gehörend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
συμβολῐμαῖος: -α, -ον, = συμβόλαιος, Ἡσύχ. ἔνθα: ξυμβολ-. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 485.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «συμβόλαιος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. επιστολιμαῖος)].