συνανακλίνομαι

Revision as of 11:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

[ῑ], Pass.,

   A lie down along with, esp. in bed or at table, μετά τινος Luc. Asin.3; = concubo, Gloss.

German (Pape)

[Seite 999] pass., sich mit oder zugleich legen, besonders zu Tische; Luc. asin. 3; Eumath. 1 p. 16.

Greek (Liddell-Scott)

συνανακλίνομαι: [ῑ], παθ., πλαγιάζω ὁμοῦ μετά τινος, ἰδίως ἐπὶ τῆς κλίνης ἢ παρὰ τὴν τράπεζαν, τινι Κλήμ. Ἀλ. 271· μετά τίνος Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 3.

Greek Monolingual

ΜΑ
ξαπλώνω στο κρεβάτι ή δίπλα στο τραπέζι μαζί με άλλον
αρχ.
ενεργ. συνανακλίνω
βάζω κάποιον να ξαπλώσει μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνακλίνομαι «είμαι ξαπλωμένος»].

Greek Monolingual

ΜΑ
ξαπλώνω στο κρεβάτι ή δίπλα στο τραπέζι μαζί με άλλον
αρχ.
ενεργ. συνανακλίνω
βάζω κάποιον να ξαπλώσει μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνακλίνομαι «είμαι ξαπλωμένος»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ανακλίνομαι samen aanliggen; met μετά + gen.