εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
-η, -ο, Ναυτός που έχει μήκος ή ύψος τριών πήχεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πηχος (< πήχη/πήχυς), πρβλ. σαραντάπηχος].