τούρλα

From LSJ
Revision as of 12:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
1. καθετί που έχει στρογγυλό σχήμα με μυτερή κορυφή
2. χαμηλός στρογγυλός λόφος
3. (ως επίρρ.) τουρλωτά
4. φρ. «στην τούρλα του Σαββάτου» — την τελευταία στιγμή, χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρούλ(λ)α με μετάθεση του -ρ-].
(II)
η, Ν
ζωολ.
το τουρλί.