φαρμακευτής

From LSJ
Revision as of 13:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκευτής Medium diacritics: φαρμακευτής Low diacritics: φαρμακευτής Capitals: ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΗΣ
Transliteration A: pharmakeutḗs Transliteration B: pharmakeutēs Transliteration C: farmakeftis Beta Code: farmakeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, later form for φαρμακεύς, Ph.1.449, Ptol.Tetr. 161, Vett.Val. 17.10, etc.

German (Pape)

[Seite 1256] ὁ, = φαρμακεύς, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκευτής: -οῦ, ὁ ἀδόκιμον ἀντὶ φαρμακεύς, Φίλων 1. 449.

Greek Monolingual

ο, θηλ. φαρμακεύτρια, ΝΜΑ φαρμακεύω
αυτός που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα
νεοελλ.
φαρμακοποιός
αρχ.
το θηλ. τίτλος του β' ειδυλλίου του Θεόκριτου.